Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Η επαναφυσικοποίηση των κοινωνικών ανισοτήτων









Ο Ιταλός πολιτειολόγος και πολιτικός φιλόσοφος, Norberto Bobbio, σε δύο σημαντικά βιβλία του («Δεξιά και Αριστερά», «Ισότητα και ελευθερία») διέκρινε τις ιδεολογίες ανάλογα με το κέντρο βάρους στην ελευθερία (Δεξιά) ή την ισότητα (Αριστερά) αντίστοιχα.
Αμέσως μετά την επιτυχή έκβαση της Γαλλικής Επανάστασης, όταν ακόμα η Επανάσταση επιχειρούσε να εγκαθιδρυθεί ως νέο Καθεστώς, έγινε αντιληπτό ότι το τρίπτυχο «ελευθερία-ισότητα-αδελφότητα» φωτίζεται υπό διαφορετικό πρίσμα από την εκάστοτε ιδεολογική οικογένεια και συχνά ανταγωνίζεται η μία την άλλη κατά την εφαρμογή τους σε ένα ιδιόμορφο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον.
 Ιδίως, η αδελφότητα (αλληλεγγύη), όπως επισημαίνει γλαφυρά ο Στέργιος Μήτας στο οπισθόφυλλο της εξαιρετικής διδακτορικής του διατριβής («Η αλληλεγγύη ως θεμελιώδης αρχή δικαίου»), «υπήρξε η λιγότερο καλότυχη από τις τρεις θεότητες του νεωτερικού πανθέου».
Επειδή η σχέση ελευθερίας και ισότητας αποτελεί ένα διαχρονικά ζωντανό ζήτημα, το οποίο δεν μπορεί φυσικά να απαντηθεί επαρκώς στα οριοθετημένα πλαίσια ενός άρθρου, θα προσπαθήσω να αναδείξω τους δικαιολογητικούς λόγους για την προτίμηση της φιλελεύθερης οικογένειας στην ελευθερία. 
Στη συνέχεια θα διαφανεί ότι ο «φιλελεύθερος» αρχηγός της εγχώριας «κεντροδεξιάς» παράταξης έχει εγκαταλείψει προ πολλού τη διανοητική παράδοση του (πολιτικού και οικονομικού) φιλελευθερισμού.
Κατά τον 19ο αιώνα, η πρωτοκαθεδρία της ελευθερίας εκδηλώθηκε τόσο στο ιδιωτικό πεδίο (laissez-faire προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων της κατεστημένης πια αστικής τάξης) όσο και στη δημόσια σφαίρα (αμφισβήτηση του δικαιώματος των φτωχών και ακτημόνων να ψηφίζουν ορθολογικά για την κοινή πολιτική μοίρα). 
Ο Toqueville θεωρούσε ότι πράγματι στον κόσμο υπάρχει κοινωνική ανισότητα και εξαθλίωση των καταπιεζόμενων στρωμάτων, ωστόσο κάθε παρέμβαση στο πολιτικό και ιδιοκτησιακό status quo θα είναι μάταιη, καθώς θα οδηγήσει σε ακόμα πιο αυταρχική παλινόρθωση είτε του απολυταρχικού Παλαιού Καθεστώτος είτε της γιακωβινικής «τρομοκρατίας» («τυραννία της πλειοψηφίας»). 
Ο Mill, με τη σειρά του, πίστευε ότι η θεσμική κατοχύρωση του καθολικού δικαιώματος ψήφου, χωρίς να έχουν προηγηθεί παρεμβάσεις στο πεδίο της εκπαίδευσης και της (ανα)διανομής των πόρων, θα λειτουργήσει σε βάρος της πολιτικής ελευθερίας και θα πλήξει ιδίως το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης, καθώς θα εντείνει τον κοινωνικό κομφορμισμό πλήττοντας έτσι στον πυρήνα της την ανθρώπινη ατομικότητα. 
Ο Adam Smith έθεσε δύο όρους, προκειμένου το «αόρατο χέρι» της αγοράς να συμβάλει πράγματι στην κοινωνική ευρυθμία. 
Ο καθένας προάγει το «κοινό καλό» λειτουργώντας ιδιοτελώς (προς όφελος των συμφερόντων του), ωστόσο αυτό συμβαίνει επειδή κατά την άσκηση του επαγγέλματός του αναλαμβάνει έναν κοινωνικό ρόλο, λαμβάνει ενεργά μέρος στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας (π.χ. άτομο-φούρναρης, άτομο-αγρότης, άτομο-έμπορος).
Επιπλέον, προκειμένου να είναι ικανός να πραγματώσει τον ατομικό (συμφέρον) και κοινωνικό (κοινό καλό) του ρόλο («θεωρία των ηθικών συναισθημάτων»), το πρόσωπο χρειάζεται την παροχή των ίδιων ακριβώς εφοδίων από το κράτος, ήτοι ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. 
Στα συμφραζόμενα του 20ου αιώνα, η κατοχύρωση των πολιτικών ελευθεριών έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας αιτήματα για εμβάθυνση της κοινωνικής ισότητας, ώστε να διασφαλιστούν όχι μονάχα οι τυπικοί, αλλά και οι ουσιαστικοί όροι συμμετοχής του ατόμου-πολίτη στη δημόσια σφαίρα. 
Μετά τη ναζιστική φρίκη του Β Παγκοσμίου Πολέμου και με το αντίπαλο δέος της Σοβιετικής Ένωσης να πριμοδοτεί ξεκάθαρα μια ανελεύθερη εκδοχή της ισότητας, τα καπιταλιστικά κράτη της Δύσης ακολούθησαν για μια τριακονταετία το κεϋνσιανό υπόδειγμα οργάνωσης του κοινωνικοοικονομικού βίου. 
Το κράτος αναδείχθηκε σε παρεμβατικό, ταξικά ουδέτερο διαμεσολαβητή μεταξύ ανταγωνιστικών κοινωνικών συμφερόντων (κεφάλαιο-εργάτες), ώστε η ατομική ιδιοκτησία να συνταιριαστεί  με την πολιτική ελευθερία και την –κατά το δυνατό ευρύτερη- κοινωνική ισότητα (όχι ως χειραφέτηση φυσικά, αλλά τουλάχιστον ως μερική ισότητα ευκαιριών και στοιχειώδη κοινωνική ασφάλεια).
Η κρίση του κεϋνσιανού προτύπου («στασιμοπληθωρισμός») και η ευεργετική υπέρ της ελευθερίας εξέγερση του Γαλλικού Μάη κατέστησαν ιδεολογικά ηγεμονικές τις δοξασίες του γκουρού του οικονομικού (νεο)φιλελευθερισμού, Hayek. Ο Αυστριακός οικονομολόγος πίστευε βαθιά στην αυτορρυθμιζόμενη τάξη της αγοράς, αλλά με προδήλως διαφορετικό τρόπο από τον Smith. 
Ο Hayek θεωρούσε πως το κράτος όχι απλώς δεν προωθεί την αυτορρύθμιση της αγοράς, αλλά αντίθετα την υπονομεύει καταστατικά, άρα κάθε κυβέρνηση πρέπει να αφήνει το μεγαλύτερο δυνατό περιθώριο στην ιδιωτική πρωτοβουλία (minimal state). Η κοινωνική ανισότητα, κατά τον Hayek, αποτελούσε το αναγκαίο κακό, προκειμένου να μην αλωθεί η ιερή και αναπαλλοτρίωτη ελευθερία του ατόμου. 
Η διά της κρατικής παρέμβασης εξίσωση των πραγματικών συνθηκών ζωής επικρίθηκε, λοιπόν, επειδή ανοίγει διάπλατα τον «δρόμο προς τη δουλεία». Με άλλα λόγια, ο οικονομικός φιλελευθερισμός διακινεί την άποψη πως ο σοσιαλισμός δεν απορρίπτεται με εμπειρικούς όρους (αδυναμία εφαρμογής), αλλά με κανονιστικούς όρους (ζήτημα αρχής), καθώς στο όνομα της ισότητας παραβιάζει τη βασική αρχή που διέπει τις νεωτερικές κοινωνίες, την ελευθερία.
 Δεν πρέπει, πάντως, να ξεχνάμε ότι η βασική διαιρετική τομή μεταξύ όσων συμμετείχαν ενθουσιωδώς στις διεργασίες του Γαλλικού Μάη αφορούσε τη νοηματοδότηση της ελευθερίας. Αποτελεί η ελευθερία ένα οικονομικά αποτιμητό δικαίωμα-προνόμιο ή μήπως είναι η μύχια και κοινωνική συνθήκη της προσωπικής μας ύπαρξης;
Ας έρθουμε και στη δική μας α-πολιτική «μνημονιακή» μονοτονία. 
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κ Μητσοτάκης, στη φετινή ΔΕΘ διατύπωσε ορθά-κοφτά την απαξιωτική άποψή του για την ισότητα, χωρίς πάντως να ενδιαφερθεί για το περιεχόμενο της ελευθερίας.
 Κατά τα λεγόμενά του, «η κοινωνική ισότητα είναι αντίθετη στην ανθρώπινη φύση». 
Κανείς από τους παραπάνω φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους στοχαστές δεν απέρριψε την ισότητα με βιολογικούς όρους.
 Στη φιλελεύθερη πολιτική και οικονομική παράδοση, η ουσιαστική-αναλογική ισότητα πάντοτε έμενε σε δεύτερη μοίρα για κοινωνικούς λόγους, αποτελούσε την Ιφιγένεια (αναγκαίο κακό) που έπρεπε να θυσιαστεί, προκειμένου να μείνει απρόσβλητη η προσωπική αυτονομία του ατόμου. 
Ο βιολογισμός του κ. Μητσοτάκη επιστρέφει τις κοινωνικές επιστήμες σε σκοτεινές εποχές, τότε που ο Spencer επιδίωκε να εφαρμόσει ατόφιο τον εμπειρισμό των θετικών επιστημών (αναγωγή) στις ρευστές συνθήκες ενός δυναμικώς μεταβαλλόμενου κοινωνικοπολιτικού σύμπαντος. 
Η αμασκάρευτη, βιολογικού τύπου, απόρριψη της ισότητας προϋποθέτει λογικά την άκριτη αποδοχή της θατσερικής μίξης συντηρητισμού-νεοφιλελευθερισμού, «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους». 
Πίσω από την αδιαφορία, φαινομενική ουδετερότητα, για τους ταξικούς ανταγωνισμούς στο υπόστρωμα της κοινωνίας, κρύβεται μια προειλημμένη ταξική μεροληψία υπέρ όλων όσων χρησιμοποιούν το κράτος ως εξουσία (authority) για να επιβάλλουν την οικονομική εξουσία τους (power) κι έτσι να διευρύνουν το χάσμα με τα ασθενέστερα στρώματα του κοινωνικού συνόλου.
Τέλος, αν το βασικό διακύβευμα από καταβολής πολιτικών κοινωνιών (σχέση ελευθερίας-ισότητας) κρίνεται από τον αρχηγό ενός κοινοβουλευτικά εκπροσωπούμενου κόμματος με όρους «φυσικής προδιάθεσης», τότε η ιδεολογία της ΝΔ εξαντλείται στο επίσης θατσερικό There Is No Alternative, σε μια δυστοπικά στατική θεώρηση των εξωτερικευμένων ανθρώπινων σχέσεων.
 Και όταν οι κοινωνικές ιεραρχήσεις επαναφυσικοποιούνται με τέτοια κυνικότητα, δεν είναι καθόλου μακριά η μέρα που το πολιτικό δικαίωμα (εκλέγειν και εκλέγεσθαι) θα παρέχεται μονάχα σε όσους μπορούν να δουν το «αγαθό», σε τεχνοκράτες «φιλοσόφους-βασιλείς».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου